κατασκελετευθεῖσαν

κατασκελετευθεῖσαν
κατασκελετεύω
reduce to a skeleton
aor part pass fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατασκελετεύω — (Α) 1. κάνω κάτι αδύνατο σαν σκελετό (α. «ἐν τοῑς παιδεύμασι τοῑς οὐδενὸς ἀξίοις ἑαυτούς κατασκελετεύουσι», Πλούτ. β. «ὡχροί, κατεσκελετευμένοι», Φίλ.) 2. παθ. κατασκελετεύομαι καταστρέφομαι («περιιδεῑν τὴν φύσιν τῶν αὑτῶν κατασκελετευθεῑσαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”